dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καρατομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
enthaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρατομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
köpfen
Ⓦ
Ⓖ
…