dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κανόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Regel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κανόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kanon
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κανόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Norm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κανόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)