dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καμαριέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zimmermädchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καμαριέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stubenmädchen
Ⓦ
Ⓖ
…