dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καμαρίνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ankleideraum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καμαρίνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kabine
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καμαρίνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kammer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καμαρίνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Garderobe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καμαρίνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umkleidekabine
Ⓦ
Ⓖ
…