dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καλόγρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nonne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλόγρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ordensschwester
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλόγρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Klosterfrau
Ⓦ
Ⓖ
…