dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καλόβολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verträglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καλόβολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verständig
Ⓦ
Ⓖ
…