dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anbau
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kultivierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kultur
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Züchtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bebauung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pflege
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zucht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)