dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κακό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Böse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κακό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Übel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κακό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unheil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)