dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καθολικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allgemein
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καθολικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
katholisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)