dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
putzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reinigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klären
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sauber machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sanieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abknallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beseitigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaltmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
killen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säubern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)