dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καβαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καβαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καβαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καβαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ficken
Ⓦ
Ⓖ
…