dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
καβαλάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καβαλάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dachfirst
Ⓦ
Ⓖ
…