dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Inhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besitzerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigentümerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Inhaberin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigentümer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κάτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Halter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)