dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knochenbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
κάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fraktur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strafbare Handlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)