dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κάθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Platz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κάθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sessel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sitz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)