dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ιππεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιππεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)