dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ιδιοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zueignen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιδιοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aneignen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιδιοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerrechtlich aneignen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιδιοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aneignen
Ⓦ
Ⓖ
…