dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ärztlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
medizinisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
υπηρεσιακός ιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amtsärztlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιατρικός σύλλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ärztekammer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιατρικός φάκελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krankenakte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιατρικός εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
medizintechnische Ausrüstung
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
psychiatrisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κτηνιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierärztlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κτηνιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Veterinär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κτηνιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Veterinär-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οδοντιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zahnärztlich
Ⓦ
Ⓖ
…