dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ärztlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
medizinisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)