dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θωρακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
panzern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θωρακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschirmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θωρακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θωρακίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewaffnen
Ⓦ
Ⓖ
…