dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θρόμβωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
θρόμβωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausflockung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θρόμβωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Thrombose
Ⓦ
Ⓖ
…