dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θρυμμάτισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zerbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θρυμμάτισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zerbröckeln
Ⓦ
Ⓖ
…