dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schreibtisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bank
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bank zum sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pult
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρανίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schulbank
Ⓦ
Ⓖ
…