dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θρήσκευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konfession
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θρήσκευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Religion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρήσκευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bekenntnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρήσκευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Religionsbekenntnis
Ⓦ
Ⓖ
…