dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
θορυβωδώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laut
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
θορυβωδώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)