dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
θησαυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θησαυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Thesaurus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θησαυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schatzhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θησαυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tresor
Ⓦ
Ⓖ
…