dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θησαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reich werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θησαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhäufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θησαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anhäufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)