dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θηλαστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Säugetier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θηλαστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Säuger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θηλαστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Säuger.
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)