dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heilung
Ⓦ
Ⓖ
…
θεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Heilverfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kur
Ⓦ
Ⓖ
…
θεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Therapie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)