dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θεατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Theater-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θεατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
theatralisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θεατρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
affektiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)