dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
θαυμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bewunderer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θαυμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Enthusiast
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θαυμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anhänger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θαυμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verehrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θαυμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fan
Ⓦ
Ⓖ
…