dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θαρραλέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kühn
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαρραλέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mutig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαρραλέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tapfer
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαρραλέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…