dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θαλπερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mollig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαλπερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tröstlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαλπερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wärmend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαλπερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tröstend
Ⓦ
Ⓖ
…