dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Steinbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wild
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beute
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Beutetier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Jagdbeute
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θήραμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wildbret
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)