dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beerdigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beisetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schlechtmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vergraben
Ⓦ
Ⓖ
…