dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θάλπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wärmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)