dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ηλεκτρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)