dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζωηρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufmuntern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζωηρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζωηρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft werden
Ⓦ
Ⓖ
…