dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jubeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zujauchzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfeuern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
applaudieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beifall spenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bejubeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermutigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jauchzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζητωκραυγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zujubeln
Ⓦ
Ⓖ
…