dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwärmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
warm machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwärmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wärmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
warm werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwärmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζεσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)