dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Taumel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufruhr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kummer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwindel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schwindelgefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirbel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Benommenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)