dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εύκολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfach
Ⓦ
Ⓖ
…
εύκολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leicht
Ⓦ
Ⓖ
…