dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εύθραυστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbrechlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εύθραυστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüchig
Ⓦ
Ⓖ
…
εύθραυστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spröde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εύθραυστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fragil
Ⓦ
Ⓖ
…