dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ευφυολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ευφυολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
witzeln
Ⓦ
Ⓖ
…