dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ευφράδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beredsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευφράδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Redegewandtheit
Ⓦ
Ⓖ
…