dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ευτυχισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glücklich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)