dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ευρύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
breit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευρύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umfassend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευρύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευρύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umfangreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)