dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ευμάρεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Luxus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευμάρεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wohlstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευμάρεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wohlergehen
Ⓦ
Ⓖ
…