dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ευλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Segen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευλογιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pocken
Ⓦ
Ⓖ
…