dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ευεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wohlbefinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fitness
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Heil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wohlstand
Ⓦ
Ⓖ
…